βάγιο
(ουσ. ουδ.)
βάιο
[ˈvaio]
Μισθ.
βάγιος
[ˈvaʝos]
Αραβαν.
Θηλ.
βάια
[ˈvaia]
Σεμέντρ., Σίλ.
Πληθ.
βάγια
[ˈvaʝa]
Φάρασ., Φλογ.
αβάια
[aˈvaia]
Γούρδ., Σινασσ.
Από το μεταγν. ουσ. βάιον. Ο τύπ. αβάια με προθετ. α- λόγω συνεκφ. με το άρθρ. τα.
1. Πράσινα κλαδιά δέντρων που χρησιμοποιούνται σε θρησκευτικές τελετές, βάια
ό.π.τ.
:
Nα πάμ' 'ς νεκκλησ̑ά να πάρουμ' βαϊού γκιούλια
(Θα πάμε στην εκκλησία να πάρουμε άνθη των βαΐων)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Βάγιοζγιου το Κερεκή
(Βαΐου η Κυριακή˙ Κυριακή των Βαΐων)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Βαγιού Κυριακή
(Βαΐου Κυριακή˙ το ίδιο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
βαγιούτσικο
2. Η εορτή της Κυριακής των Βαΐων
ό.π.τ.
:
Ήρταν τα Βάγια, σ̑ύφτασαν
(Ήρθαν τα Βάγια, έφτασαν)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Τα Βάγια μέρα βγαίνισκαν τα μικρά ντα φσ̑άχα και τελούταν 'ς τα σπίτια, σώροβάνε κόλλ'φα
(Την ημέρα των Βαΐων έβγαιναν τα μικρά παιδιά και γύριζαν στα σπίτια, μάζευαν κόλλυβα)
Φλογ.
-Pernot.Gall.
Πβ.
κουρφονύχτα