ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βάγια (ουσ. θηλ.) βάγια [ˈvaʝa] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ. Mεσν. ουσ. βάγια.
1. Μαμμή, μαία ό.π.τ. Συνών. μαμμή, μαμμούκα :2
2. Μόνο σε άσμ., τροφός, υπηρέτρια Μισθ., Σινασσ. : || Ασμ. Βάγιες τρέξατ’ ανοίξατε, αυτός είν’ ο καλός μου (Βάγιες τρέξτε ανοίξτε, αυτός είναι ο αγαπημένος μου) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. βυζάστρα, δούλος :2, παραμάνα, πεντσίκισσα, χιζμετζής