βάγια
(ουσ. θηλ.)
βάγια
[ˈvaʝa]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
Mεσν. ουσ. βάγια.
2. Μόνο σε άσμ., τροφός, υπηρέτρια
Μισθ., Σινασσ.
:
|| Ασμ.
Βάγιες τρέξατ’ ανοίξατε, αυτός είν’ ο καλός μου
(Βάγιες τρέξτε ανοίξτε, αυτός είναι ο αγαπημένος μου)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
βυζάστρα, δούλος :2, παραμάνα, πεντσίκισσα, χιζμετζής