βαζιφετλούς
(επίθ.)
βαζιφετλούς
[vazifetˈlus]
Φάρασ.
Aπό το παλαιότ. τουρκ. επίθ. vazifetli.
Aυτός που έχει αίσθηση του καθήκοντος, υπεύθυνος, συνεπής