βαθικά
(επίρρ.)
βαθικά
[vaθiˈka]
Σινασσ.
μπαχ̑'κά
[baçˈka]
Αξ.
φαθικά
[faθiˈka]
Φάρασ.
Από το επίθ. βαθικός, όπου και τύπ. φαθικός, και το παραγωγ. επίθμ. -α. Η λ. και Πόντ.
1. Βαθιά
ό.π.τ.
:
Σου κάτου τη μερέ επεΐ φαθικά δεβαίνει το ποτάμι
(Στην κάτω μεριά, κάμποσο βαθιά, περνάει το ποτάμι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ345Β
Χερκές παίρκεν 'π’ ε γαρίκι, 'ρύσκεν ντα φαθικά
(Ο καθένας έπαιρνε από ένα αυλάκι, το έσκαβε βαθιά)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
-To μάτι σ' τίς το ξέβαλεν; -Εγελφό μ'. -'σ' εκείνο και μόνο 'ναι μπαχ̑'κά βγαλμένο
(-Το μάτι σου ποιός σ' το έβγαλε; -Ο αδελφός μου. -Γι' αυτό είναι βαθιά βγαλμένο˙ το οικογενειακό μίσος είνα το ισχυρότερο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
ντερίνια
2. Μτφ., με βαθιά σκέψη
Φάρασ.
:
'νανοστείτε τα ορτά τζ̑αι φαθικά, τζ̑αι βρέτε τα!
(Σκεφτείτε τα σωστά και βαθιά, και βρείτε τα!)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.