βαζιρτάτημα
(ουσ. ουδ.)
βαζιρτάτημα
[vazirˈtatima]
Μαλακ.
Από το ρ. βαζιρτατίζω, όπου αμάρτ. τύπ. βαζιρτατώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Βόμβος
Συνών.
βανιλάτισμα, βιζιλτί