βαγιούτσικο
(ουσ. ουδ.)
αβαγιούτσικο
[avaˈʝutsiko]
Σινασσ.
βούτσικο
[ˈvutsiko]
Ανακ.
Από το ουσ. βάγιο και το υποκορ. επίθμ. -ούτσικος.
Βάγιο, κλάδος φυτού που χρησιμοποιείται την Κυριακή των Βαΐων, μόνο σε άσμ.
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Βάγια, βάγια, βούτσικα, τὄνα πρασ̑ινούτσικο
(Βάγια, βάγια, βαγιούτσικα, το ένα πρασινούτσικο)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
βάγιο :1