ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βαγιούτσικο (ουσ. ουδ.) αβαγιούτσικο [avaˈʝutsiko] Σινασσ. βούτσικο [ˈvutsiko] Ανακ. Από το ουσ. βάγιο και το υποκορ. επίθμ. -ούτσικος.
Βάγιο, κλάδος φυτού που χρησιμοποιείται την Κυριακή των Βαΐων, μόνο σε άσμ. ό.π.τ. : || Ασμ. Βάγια, βάγια, βούτσικα, τὄνα πρασ̑ινούτσικο (Βάγια, βάγια, βαγιούτσικα, το ένα πρασινούτσικο) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. βάγιο :1