βαζκιρτάγους
(ουσ. αρσ.)
βαζκιρτάγους
[vazcirˈtaɣus]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. vañgırdak = είδος μύγας που κολλά στο μαλλί των προβάτων.
Έντομο, βόμβυκας.