βαζκιρτάγους
(ουσ. αρσ.)
βαζκιρτάγους
[vazcirˈtaɣus]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. vañgırdak = είδος μύγας που κολλά στο μαλλί των προβάτων (THADS, λ. vañgırdak).
Έντομο, βόμβυκας
Τροποποιήθηκε: 08/08/2025