ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βαθικός (επίθ.) βαθικός [vaθiˈkos] Σινασσ., Τσουχούρ., Φκόσ., Φλογ. βαθικό [vaθiˈko] Μαλακ., Φλογ. μπαχ̑'κό [baçˈko] Αξ. φαθικός [faθiˈkos] Φάρασ., Φκόσ. Από το ουσ. βάθος και το παραγωγ. επίθμ. -ικός.
1. Βαθύς ό.π.τ. : 'ρύχ' πολύ βαθικό ένα τόπους (Σκάβει ένα πολύ βαθύ μέρος) Μαλακ. -Dawk. Τουρκικά Τσ̑οχούρι έννα ειπεί 'βαθικό' (Στα τουρκικά Τσουχούρι σημαίνει 'βαθύ') Τσουχούρ. -VLACH Φαθικά τάσα (Βαθιά πιάτα φαγητού) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ371 Ήρτε 'ς ε γουί ιράστα, για ήτουν πολύ φαθικό (Ο δρόμος του τον έφερε σ' ένα πηγάδι, αλλά ήταν πολύ βαθύ) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. ντερίν, ντιρέκι, τσουχουρλούς
2. Βαθυστόχαστος, σοφός Φάρασ. : Σα παλέ τις χρόνες ήτουν α πολύ φαθικό ψαλτάρης νομάτ'ς (Στα παλιά τα χρόνια ήταν ένας πολύ βαθιά μορφωμένος άνθρωπος) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Πηάγα 'ς Τζ̑ισάρας το σκόλειο να μάθω φαθικά ψαλέματα (Πήγα στο σχολείο της Καισάρειας να μορφωθώ βαθύτερα) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Συνών. διαβάζω