ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βάι (επιφ.) βάι [ˈvai] κ.α., Μισθ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Σινασσ., Τζαλ., Τσαρικ., Φάρασ. Μεσν. επιφ. βάι (βλ. Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από τουρκ. (< περσ.) vay. Πβ. και αρχ. σχετλιαστικό επιφών. αἰβοῖ.
Σχετλιαστικό επιφώνημα, αλίμονο ό.π.τ. : Βάι γιαβρούμ Ανάς, βάι, τι έπ’καν για; (Αλίμονο παιδί μου Ανάς, αλίμονο, και τι έκαναν λοιπόν;) Μισθ. -Pernot.Gall. Βάι σι σένα (Αλίμονο σε σένα) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Πέχαν’ ντο Τοντωράκ’; Βάι βάι! Ήντουν απ’ εμόν πιο μεκρός νε! (Πέθανε ο Θοδωράκης; Αλί και τρισαλί! Ήταν πιο μικρός από μένα!) Σεμέντρ. -Στεφαν. Κρουν σα γόνατα ντα χέρια, βάι βάι βάι τσι οφλανdίζ'νι (Χτυπούν στα γόνατα τα χέρια και αναστενάζουν αλίμονο, αλίμονο) Τσαρικ. -Καραλ. Βάι, βάι έχασα το ιχπάλι μου! (Βάι βάι έχασα την τύχη μου!) Φάρασ. -Παπαδ. || Ασμ. Βάι βάι εμέν τον ξένον και τον έρημο (Αλίμονο σ' εμένα τον ξένο και τον έρημο) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αχ, βαχ, ιμπί, λεμπέ