βάι
(επιφ.)
βάι
[ˈvai]
κ.α., Μισθ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Σινασσ., Τζαλ., Τσαρικ., Φάρασ.
Μεσν. επιφ. βάι (βλ. Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από τουρκ. (< περσ.) vay. Πβ. και αρχ. σχετλιαστικό επιφών. αἰβοῖ.
Σχετλιαστικό επιφώνημα, αλίμονο
ό.π.τ.
:
Βάι γιαβρούμ Ανάς, βάι, τι έπ’καν για;
(Αλίμονο παιδί μου Ανάς, αλίμονο, και τι έκαναν λοιπόν;)
Μισθ.
-Pernot.Gall.
Βάι σι σένα
(Αλίμονο σε σένα)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Πέχαν’ ντο Τοντωράκ’; Βάι βάι! Ήντουν απ’ εμόν πιο μεκρός νε!
(Πέθανε ο Θοδωράκης; Αλί και τρισαλί! Ήταν πιο μικρός από μένα!)
Σεμέντρ.
-Στεφαν.
Κρουν σα γόνατα ντα χέρια, βάι βάι βάι τσι οφλανdίζ'νι
(Χτυπούν στα γόνατα τα χέρια και αναστενάζουν αλίμονο, αλίμονο)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Βάι, βάι έχασα το ιχπάλι μου!
(Βάι βάι έχασα την τύχη μου!)
Φάρασ.
-Παπαδ.
|| Ασμ.
Βάι βάι εμέν τον ξένον και τον έρημο
(Αλίμονο σ' εμένα τον ξένο και τον έρημο)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
αχ, βαχ, ιμπί, λεμπέ