ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αχ (επιφ.) αχ [ax] Αξ., Αραβαν., κ.α., Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ. Ηχομιμητική λέξη, πβ. και τουρκ. ah. Πβ. αχλαντίζω
Ως επιφώνημα, για την έκφραση πόνου, λύπης, απογοήτευσης ό.π.τ. : Αχ γιάβρου μ', εγώ χωρίζ να το ξεύρω, έπ'κα σε ένα κιöτϋλΰχ' (Αχ παιδί μου, εγώ χωρίς να το ξέρω, σου έκανα ένα κακό) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Αχ, πολλά έχ', πολλά έχ' ντου μισ̑ώτικου· τιάλ' να ειπούμ', ντα μανάια πολλά 'νdι (Αχ πολλά έχει, πολλά έχει στα μιστιώτικα, τι να πούμε, οι ιστορίες είναι πολλές) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Λέει «Αχ ιζ̑άα Δέσποινα», λέ', «'γάλια φοβάσι» (Λέει «Αχ θειά Δέσποινα», λέει «μην τυχόν φοβηθείς») Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Αναστανάζου ογώ αααχ (Αναστενάζω εγώ αχ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Αχ ανά μ' (Αχ μάνα μου˙ ως έκφραση πόνου ή απογοήτευσης) Φάρασ. Συνών. αχ, βαχ, βάι, ιμπί, λεμπέ