αχ
(επιφ.)
αχ
[ax]
Αξ., Αραβαν., κ.α., Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ.
Ηχομιμητική λέξη, πβ. και τουρκ. ah.
Πβ.
αχλαντίζω
Ως επιφώνημα, για την έκφραση πόνου, λύπης, απογοήτευσης
ό.π.τ.
:
Αχ γιάβρου μ', εγώ χωρίζ να το ξεύρω, έπ'κα σε ένα κιöτϋλΰχ'
(Αχ παιδί μου, εγώ χωρίς να το ξέρω, σου έκανα ένα κακό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Αχ, πολλά έχ', πολλά έχ' ντου μισ̑ώτικου· τιάλ' να ειπούμ', ντα μανάια πολλά 'νdι
(Αχ πολλά έχει, πολλά έχει στα μιστιώτικα, τι να πούμε, οι ιστορίες είναι πολλές)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Λέει «Αχ ιζ̑άα Δέσποινα», λέ', «'γάλια φοβάσι»
(Λέει «Αχ θειά Δέσποινα», λέει «μην τυχόν φοβηθείς»)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Αναστανάζου ογώ αααχ
(Αναστενάζω εγώ αχ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Αχ ανά μ'
(Αχ μάνα μου˙ ως έκφραση πόνου ή απογοήτευσης)
Φάρασ.
Συνών.
αχ, βαχ, βάι, ιμπί, λεμπέ