αχαρτζά
(ουσ.)
αχαρdζ̑ά
[axarˈdʒa]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. akarca = συρίγγιο, όπου και διαλεκτ. τύπ. aharca = ανοιχτή πληγή.
Συρίγγιο