αχμακλίκι
(ουσ. ουδ.)
αχμαχλίχι
[axmaˈxliçι]
Φάρασ.
αχμαχλίχ̇ι
[axmaˈxlixi]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
αχμαχλι-έχ̇ι
[axmaxliˈexi]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. αχμακλίκι (Mackridge 2021: 70), το οπ. από το τουρκ. ουσ. ahmaklık = ανοησία.