αβαναχλίχι
(ουσ. ουδ.)
αβαναχλίχ̇ι
[avanaˈxlixi]
Αφσάρ.
αβαναχλι-έχ̇ι
[avanaxliˈexi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. avanaklık =βλακεία.