ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαϊβανλίκι (ουσ. ουδ.) χαϊβανλούχ' [xaivanˈlux] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. hayvanlık = α) η ιδιότητα του ζωου β) συμπεριφορά ζώου.
Ανοησία, βλακεία : Ατούρα δα χαϊβανουλούχια, λέω, να α πουλήσεις αλλού, όχι σε μένα (Αυτές της ανοησίες λέω, να τις πουλήσεις αλλού, όχι σε μένα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. αχμακλίκι :1