χαϊβανλίκι
(ουσ. ουδ.)
χαϊβανλούχ'
[xaivanˈlux]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. hayvanlık = α) η ιδιότητα του ζωου β) συμπεριφορά ζώου.
Ανοησία, βλακεία
:
Ατούρα δα χαϊβανουλούχια, λέω, να α πουλήσεις αλλού, όχι σε μένα
(Αυτές της ανοησίες λέω, να τις πουλήσεις αλλού, όχι σε μένα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
αχμακλίκι :1