χαζιρλάτημα
(ουσ. ουδ.)
χαζιρλάτημα
[xazirˈlatima]
Φάρασ.
χαζιλ-λάτημα
[xazilˈlatima]
Φάρασ.
Από το αορ. θ. του ρ. χαζιρλαντίζω (ΙΙ), όπου και τύπ. χαζιλ-λατώ, και παραγωγ. επίθμ. -μα.
Προετοιμασία
ό.π.τ.