χαγιά
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
χαϊάδια
[xaiˈaðʝa]
Ανακ.
χαγ̇ιάρια
[xaˈɣʝarʝa]
Αξ.
χαγιάνια
[xaˈʝaɲa]
Αξ.
χ'γ̇ιάρια
[ˈxʝarʝa]
Αξ.
χαάϊα
[xaˈaia]
Μισθ.
χαέλια
[xaˈeʎa]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. haya (< περσ. ḫāye) = όρχις.
Όρχις
ό.π.τ.
:
Να σε ντώκω ένα ’ς τα χ’γιάρια σ’!
(Να σου δώσω μια στ΄ αρχίδια σ'!)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
αρχίδι, αχαμνός :5
Τροποποιήθηκε: 13/08/2025