χαγιά
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
χαϊάδια
[xaiˈaðʝa]
Ανακ.
χαάϊα
[xaˈaja]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. haya (< περσ. ḫāye) = όρχις.