ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαζλαντίζω (ρ.) χαζλαdι̂́ζω [xazlaˈdɯzo] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Τροχ., Φάρασ. χαζλανdίζου [xazlanˈdizu] Μισθ. Αόρ. χαζλάντ'σα [xazˈlandsa] Τροχ. Από το ουσ. χάζι = ευχαρίστηση, όπου και τύπ. χάζ’, και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω. Πβ. χάζι
Ευχαριστιέμαι, μου αρέσει ό.π.τ. : Ντέν ντου χαζλαντίζου (Δεν τον συμπαθώ) Μισθ. -Κοτσαν. Eτό ναίκα τα φσ̑άχα χίτς δεν τα χαζλάντ'σεν (Αυτή η γυναίκα τα παιδιά ποτέ δεν τα συμπάθησε) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 || Παροιμ. Γιάβολος ασ' το τυμνιάμα ντε χαζλανdι̂́σ̑' (Του διαβόλου δεν του αρέσει το θυμίαμα˙ λέγεται όταν αποφεύγουμε κάτι που δεν μας αρέσει-το αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. αρέσω