χαζλαντίζω
(ρ.)
χαζλαdι̂́ζω
[xazlaˈdɯzo]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Τροχ., Φάρασ.
χαζλανdίζου
[xazlanˈdizu]
Μισθ.
Αόρ.
χαζλάντ'σα
[xazˈlandsa]
Τροχ.
Από το ουσ. χάζι = ευχαρίστηση, όπου και τύπ. χάζ’, και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω.
Πβ.
χάζι
Ευχαριστιέμαι, μου αρέσει
ό.π.τ.
:
Ντέν ντου χαζλαντίζου
(Δεν τον συμπαθώ)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Eτό ναίκα τα φσ̑άχα χίτς δεν τα χαζλάντ'σεν
(Αυτή η γυναίκα τα παιδιά ποτέ δεν τα συμπάθησε)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
|| Παροιμ.
Γιάβολος ασ' το τυμνιάμα ντε χαζλανdι̂́σ̑'
(Του διαβόλου δεν του αρέσει το θυμίαμα˙ λέγεται όταν αποφεύγουμε κάτι που δεν μας αρέσει-το αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αρέσω