χαϊμάς
(ουσ. αρσ.)
χαϊμάς
[xaiˈmas]
Φάρασ., Φκόσ.
χαϊμάν
[xaiˈman]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ουσ. hayme (< αραβ. ḫayma) = χώρος κατασκήνωσης, όπου και διαλεκτ. τύπ. hayma = κιόσκι μέσα σε αμπελώνα (THADS, λ. hayma I).
1. Αυλή
Φάρασ.
:
Μόνο ένα παραστάδι ανεβαίνκαμε και κατεβαίνκαμε και μπαίναμε σον χαϊμά
(Μόνο ένα σκαλί ανεβαίναμε και κατεβαίναμε και μπαίναμε στον προθάλαμο)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
|| Παροιμ.
Το στσ̑υλί του ουλατσά σο χαϊμά σου μη ντα κρετείς
(Το σκυλί που ουρλιάζει στην αυλή σου μην το κρατάς˙ Να αποφεύγεις γκρινιάρηδες και δυσάρεστους ανθρώπους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αυλή, χαΐζι
2. Σκέπαστρο
Φκόσ.
:
Φτένκαμε τζ̑αι πάνου χαϊμάς τσ̑αι στσ̑επάσκαμ' τα μο του θαμνού τα φύα
(Φτιάχναμε και από πάνω σκέπαστρο και το καλύπταμε με φύλλα βελανιδιάς)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371