χαιρινίσκω
(ρ.)
χαιρινίσ̑κω
[çeriˈniʃko]
Αξ.
Αόρ.
χαιρίντσα
[çeˈrintsa]
Αξ.
Από το αρχ. ρ. χαίρω αναλογ. προς άλλα ρ. σε -ινίσκω. Εναλλακτικά, από το μεσν. ρ. χαρύνω (και σε ν.ε. διαλ.) = χαίρομαι, και το παραγωγ. επίθμ. -ίσκω με επίδρ. του θ. χαιρ- του ρ. χαίρομαι.
1. Χαίρομαι
:
Ντεν ντο χαιρίν'τσα
(Δεν το χάρηκα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
καρδίζομαι, χαιράζομαι, χαίρομαι, χαρεύω :1, χοσλαντίζω :1
2. Εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον
:
Σε σένα το χαιρινίσ̑κω
(Σε σένα το εμπιστεύομαι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
θαρραίνω