ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαιρινίσκω (ρ.) χαιρινίσ̑κω [çeriˈniʃko] Αξ. Αόρ. χαιρίντσα [çeˈrintsa] Αξ. Από το αρχ. ρ. χαίρω αναλογ. προς άλλα ρ. σε -ινίσκω. Εναλλακτικά, από το μεσν. ρ. χαρύνω (και σε ν.ε. διαλ.) = χαίρομαι, και το παραγωγ. επίθμ. -ίσκω με επίδρ. του θ. χαιρ- του ρ. χαίρομαι.
1. Χαίρομαι : Ντεν ντο χαιρίν'τσα (Δεν το χάρηκα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. καρδίζομαι, χαιράζομαι, χαίρομαι, χαρεύω :1, χοσλαντίζω :1
2. Εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον : Σε σένα το χαιρινίσ̑κω (Σε σένα το εμπιστεύομαι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. θαρραίνω