ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαίρομαι χαίρουμαι [ˈçerume] Γούρδ. σ̑αίρομαι [ˈʃerome] Ανακ., Φάρασ. χαιρόμαι [çeˈrome] Σινασσ. Αόρ. χάρα [ˈxara] Φάρασ. Αρχ. ρ. χαίρω.
1. Χαίρομαι Γούρδ., Φάρασ. : Οι τζιράχοι, τζας είδαν τον αφένdη, χάραν (Οι μαθητές, μόλις είδαν τον Κύριο, χάρηκαν) Φάρασ. -Lag. Τα παλληκάρια σ̑αίρονται κι οι γιόρ' αναστενούνε (Τα παλληκάρια χαίρονται και οι γέροι αναστενάζουν) Ανακ. -Παχτ. Συνών. καρδίζομαι, χαιράζομαι, χαιρινίσκω, χαρεύω :1, χοσλαντίζω
2. Συγχαίρω : Χαιρόμαι σε (Σε συγχαίρω) Σινασσ. -Αρχέλ.