χαίρομαι
χαίρουμαι
[ˈçerume]
Γούρδ.
σ̑αίρομαι
[ˈʃerome]
Ανακ., Φάρασ.
χαιρόμαι
[çeˈrome]
Σινασσ.
Αόρ.
χάρα
[ˈxara]
Φάρασ.
Αρχ. ρ. χαίρω.
1. Χαίρομαι
Γούρδ., Φάρασ.
:
Οι τζιράχοι, τζας είδαν τον αφένdη, χάραν
(Οι μαθητές, μόλις είδαν τον Κύριο, χάρηκαν)
Φάρασ.
-Lag.
Τα παλληκάρια σ̑αίρονται κι οι γιόρ' αναστενούνε
(Τα παλληκάρια χαίρονται και οι γέροι αναστενάζουν)
Ανακ.
-Παχτ.
Συνών.
καρδίζομαι, χαιράζομαι, χαιρινίσκω, χαρεύω :1, χοσλαντίζω
2. Συγχαίρω
:
Χαιρόμαι σε
(Σε συγχαίρω)
Σινασσ.
-Αρχέλ.