χαρεύω
(ρ.)
χαρεύω
[xaˈrevo]
Σίλ.
χαρεύγω
[xaˈrevɣo]
Από το ουσ. χαρά και το παραγωγ. επίθμ. -εύω, όπου και τύπ. -εύγω.
Χαίρομαι
Συνών.
καρδίζομαι, χαιράζομαι, χαιρινίσκω, χαίρομαι, χοσλαντίζω