χαραπάς
(ουσ. αρσ.)
χαραπάς
[xaraˈpas]
Σινασσ.
Από το ουσ. χαράπι και το παραγωγ. επίθμ. -άς.
Άχρηστα αντικείμενα
Συνών.
γιαρασουρένιος, καλαμπαλίκι :1