χαπισλίχι
(ουσ. ουδ.)
χαπ͑ίσλίχ̇ι
[xaˈpʰizˈlixi]
Φάρασ.
χαπ͑ίσλιέχ̇ι
[xaˈpʰizliˈexi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. hapislik = φυλάκιση.
Φυλάκιση
ό.π.τ.