χαντάκι
(ουσ. ουδ.)
χανdάκι
[xanˈdaci]
Σινασσ.
χανdέκι
[xan'deci]
Φάρασ.
χανdάκ'
[xanˈdak]
Ανακ., Μαλακ.
χενdέκ
[çen'dek]
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σίλατ., Φλογ.
χιαντάτσ'
[çanˈdats]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. χαντάκιον, το οπ. από το αραβ. handaḳ. Oι τύπ. χανdέκ, χενdέκ από τουρκ.hendek και τουρκ. διαλ. handek, επίσης δάν. από την αραβ.
Χαντάκι, μικρή τάφρος
ό.π.τ.
:
Πέτασα το ψωμί μ' σο χενdέκ να σ̑υλωρεί ντεγί
(Έρριξα το ψωμί στο αυλάκι να βραχεί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'νοίζει α μέγο χενdέκι
(Ανοίγει ένα μεγάλο χαντάκι)
Φάρασ.
-Dawk.
Tσιατσιού είχαν λίου χιαντάτσ', παίνησκι ντου λερό
(Εκεί πέρα είχαν ένα μικρό χαντάκι, πήγαινε το νερό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ