ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαντάκι (ουσ. ουδ.) χανdάκι [xanˈdaci] Σινασσ. χανdέκι [xan'deci] Φάρασ. χανdάκ' [xanˈdak] Ανακ., Μαλακ. χενdέκ [çen'dek] Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σίλατ., Φλογ. χιαντάτσ' [çanˈdats] Μισθ. Από το μεσν. ουσ. χαντάκιον, το οπ. από το αραβ. handaḳ. Oι τύπ. χανdέκ, χενdέκ από τουρκ.hendek και τουρκ. διαλ. handek, επίσης δάν. από την αραβ.
Χαντάκι, μικρή τάφρος ό.π.τ. : Πέτασα το ψωμί μ' σο χενdέκ να σ̑υλωρεί ντεγί (Έρριξα το ψωμί στο αυλάκι να βραχεί) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. 'νοίζει α μέγο χενdέκι (Ανοίγει ένα μεγάλο χαντάκι) Φάρασ. -Dawk. Tσιατσιού είχαν λίου χιαντάτσ', παίνησκι ντου λερό (Εκεί πέρα είχαν ένα μικρό χαντάκι, πήγαινε το νερό) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ