χανίμ
(ουσ.)
χανι̂́μ
[xaˈnɯm]
Αφσάρ., Σεμέντρ., Τσουχούρ., Φλογ.
χανίμα
[xaˈnima]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. hanım = α) γυναίκα β) σύζυγος. Ο τύπ. χανι̂́μ αφένdη από το τουρκ. ουσ. hanımefendi = ως προσφώνηση μετά από κύριο όνομα, κυρία. Ο τύπ. χανίμα από το τουρκ. ουσ. hanımağa = 1. χαρακτηρισμός για εύπορη ηλικιωμένη γυναίκα 2. χαρακτηρισμός για πολύ ικανή γυναίκα.
1. Ερωμένη
ό.π.τ.
:
Α κάτσου μι ντη χανι̂́μα
(Θα κάτσω με την ερωμένη μου)
Τσουχούρ.
-Dawk.
Συνών.
καλός, χανούμισσα
2. Κυρά
ό.π.τ.
:
Mότ’ κάdαι σαράφος, το χανίμ πάλι ήρτεν
(Καθώς ο αργυραμοιβός κάθεται, η κυρία ήρθε πάλι)
Φλογ.
-Dawk.
Χανι̂́μ αφένdη, μένα ποίτσ̑ε μι αζάτι
(Κυρά, εμένα κάνε ελεύθερο)
Αφσάρ.
-Dawk.
Τα τσαρτσ̑άφια τ’ ξέβαλεν ντα το χανíμ
(Η κυρά έβγαλε τα ρούχα της)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ283