ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χανίμ (ουσ.) χανι̂́μ [xaˈnɯm] Αφσάρ., Σεμέντρ., Τσουχούρ., Φλογ. χανίμα [xaˈnima] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. hanım = α) γυναίκα β) σύζυγος. Ο τύπ. χανι̂́μ αφένdη από το τουρκ. ουσ. hanımefendi = ως προσφώνηση μετά από κύριο όνομα, κυρία. Ο τύπ. χανίμα από το τουρκ. ουσ. hanımağa = 1. χαρακτηρισμός για εύπορη ηλικιωμένη γυναίκα 2. χαρακτηρισμός για πολύ ικανή γυναίκα.
1. Ερωμένη ό.π.τ. : Α κάτσου μι ντη χανι̂́μα (Θα κάτσω με την ερωμένη μου) Τσουχούρ. -Dawk. Συνών. καλός, χανούμισσα
2. Κυρά ό.π.τ. : Mότ’ κάdαι σαράφος, το χανίμ πάλι ήρτεν (Καθώς ο αργυραμοιβός κάθεται, η κυρία ήρθε πάλι) Φλογ. -Dawk. Χανι̂́μ αφένdη, μένα ποίτσ̑ε μι αζάτι (Κυρά, εμένα κάνε ελεύθερο) Αφσάρ. -Dawk. Τα τσαρτσ̑άφια τ’ ξέβαλεν ντα το χανíμ (Η κυρά έβγαλε τα ρούχα της) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ283