χαπίσι
(ουσ. ουδ.)
χαπ͑ίσι
[xaˈpʰisi]
Φάρασ., Φκόσ.
χαπίσ'
[xaˈpis]
Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
χαπούσι
[xaˈpusi]
Φάρασ.
χάψη
[ˈxapsi]
Σίλ.
Νεότ. ουσ. χάπισι (Mackridge 2021: 151), το οπ. από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. hapis = φυλακή, φυλάκιση, όπου και παλαιότ. (διαλεκτ.) τύπ. habs (Tietze 2016: λ. habs). O τύπ. χάψη και σε πολλά ν.ε. ιδιώμ., ήδη νεότ. ως τὸ χάψι, ἡ χάψη (Λεξ. Σομ., λ. χάψι).
1. Φυλακή
ό.π.τ.
:
Το 'μόν ντα μισαφίρ'τι χάχ' έχιτε να τα φέρετε σο χαπίσ';
(Ποιο δικαίωμα έχετε να πάτε τους φιλοξενούμενούς μου στη φυλακή )
Φλογ.
-Dawk.
Μι τ΄ τ͑οπούζα φάισιν ντου τζιανταρμά, πιάσαν ντου, γαπάτ'σαν ντου σου χαπίσ'
(Χτύπησε με το ρόπαλο τον χωροφύλακα, τον πιάσανε, τον κλείσανε στη φυλακή)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έξ' μήνις είχαν μας χαπίσ'
(Έξι μήνες μας είχαν φυλακή)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Γάς γαράλτσ̑α σέμασαν μας σου χαπίσ'
(Εντελώς άδικα μας έβαλαν στη φυλακή)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πηρπήγα μας Νάχσαρα και καπάτ'σα μας σο χαπίσ', κοιμήθαμε δυό μέρες και σάλ'σα μας
(Μας πήγαν στο Άκσεράι και μας έκλεισαν στη φυλακή, κοιμηθήκαμε εκεί δυό μέρες και μας άφησαν)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
ζιντάνι, μαπούσι, μαπουσλιέχι, μαπούσχανες
2. Φυλάκιση
Φάρασ.
:
«Ερ να με θέκ' σο χαπίσι», είπεν τι το πουλπούλι, «γω γάτιεν τζ̑ο τραγωδώ»
(«Αν με βάλεις φυλακή», είπε το αηδόνι, «εγώ ποτέ δεν τραγουδώ")
Φκόσ.
-Παπαδ.