χαρά
(ουσ.)
χαρά
[xaˈra]
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ., Φάρασ.
Αρχ. ουσ. χαρά. Η σημ. 2 νεότ. (Mackridge 2021: 151).
1. Χαρά
Σινασσ., Φάρασ.
:
Άμα πήρα το χαρτιό ασ' τη χαρά μ' χέμιν έκλαιγα, χέμιν φίλεινά το, αζάρ σ̑υλώθην ασ' τα δάκρυα μ'
(Μόλις πήρα το γράμμα, από τη χαρά μου και έκλαιγα και το φίλαγα, φυσικά μούσκεψε από τα δάκρυά μου)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
|| Φρ.
Μια χαρά τσ̑όουμιστι
(Μια χαρά ήμασταν˙ Ήμασταν σε πολύ καλή κατάσταση)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ασ' τη χαρά τ' τσάν'τσεν
(Τρελάθηκε από τη χαρά του˙ Χάρηκε πάρα πολύ)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Μέγο χαρά
(Μεγάλη χαρά˙ Ο γάμος)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
|| Ασμ.
Ήρτιν ο ταζός ο χρόνος,
ήφαριν χαράν τσ̑αι γέλος (Ήρθε ο καινούργιος χρόνος, έφερε χαρά και γέλιο) Φάρασ. -Νίγδελ.Λ. Συνών. μουράτι, χαβάσι, χαβασιλίκι
ήφαριν χαράν τσ̑αι γέλος (Ήρθε ο καινούργιος χρόνος, έφερε χαρά και γέλιο) Φάρασ. -Νίγδελ.Λ. Συνών. μουράτι, χαβάσι, χαβασιλίκι
2. Αρραβώνας ή γάμος
Ανακ., Μαλακ., Τροχ.
:
Προσκάλειναν σου παιδιού του ση χαρά
(Σε προσκαλούσαν στο γάμο του παιδιού του)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
γάμος, εβλέντημα, ευλόγημα :2, νικιάχι, στέφανα