στέφανα
(ουσ. ουδ.)
στέφανα
[ˈstefana]
Γούρδ., Μαλακ., Μισθ.
Aπό το αρχ. ουσ. στέφανος με μεταπλ. ως ουδ. βάσει της αιτιατ. Ο τύπ. στέφανα ήδη μεσν.
Τροποποιήθηκε: 25/02/2025