στέφανα
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
στέφανα
[ˈstefana]
Γούρδ., Μαλακ., Μισθ.
Aπό το αρχ. ουσ. στέφανος με μεταπλ. ως ουδ. βάσει της αιτιατ. Ο τύπ. στέφανα ήδη μεσν.
Στεφάνι του γάμου, και μετων. γάμος
ό.π.τ.
:
Πιάσα τα στέφανά τ'
(Τους στεφάνωσα ως κουμπάρος)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Συνών.
γάμος, εβλέντημα, ευλόγημα :2, νικιάχι, χαρά :2