ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στέφανα (ουσ. ουδ.,πληθ.) στέφανα [ˈstefana] Γούρδ., Μαλακ., Μισθ. Aπό το αρχ. ουσ. στέφανος με μεταπλ. ως ουδ. βάσει της αιτιατ. Ο τύπ. στέφανα ήδη μεσν.
Στεφάνι του γάμου, και μετων. γάμος ό.π.τ. : Πιάσα τα στέφανά τ' (Τους στεφάνωσα ως κουμπάρος) Μαλακ. -Τζιούτζ. Συνών. γάμος, εβλέντημα, ευλόγημα :2, νικιάχι, χαρά :2