στενούκκος
(επίθ.)
στενούκκο
[steˈnuko]
Φάρασ.
Από το επίθ. στενός και το υποκορ. επίθμ. ούτσικος > ούκκος.
Στενός
:
|| Φρ.
Το σπίτι μας έν' στενούκκο, μα η τσ̑οιλία μας ένι μέγο
(Το σπίτι μας είναι στενό, μα η καρδιά μας είναι μεγάλη˙ Το έλεγαν οι φτωχοί οικοδεσπότες για να δηλώσουν ότι είναι φιλόξενοι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.