ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στενούκκος (επίθ.) στενούκκο [steˈnuko] Φάρασ. Από το επίθ. στενός και το υποκορ. επίθμ. ούτσικος > ούκκος.
Στενός : || Φρ. Το σπίτι μας έν' στενούκκο, μα η τσ̑οιλία μας ένι μέγο (Το σπίτι μας είναι στενό, μα η καρδιά μας είναι μεγάλη˙ Το έλεγαν οι φτωχοί οικοδεσπότες για να δηλώσουν ότι είναι φιλόξενοι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.