στείρος
(επίθ.)
στείρο
[ˈstiro]
Μισθ., Φάρασ.
σ̑τειρό
[ʃtiˈro]
Αξ., Μισθ., Σίλατ., Φλογ.
στείρου
[ˈstiru]
Τσαρικ., Φάρασ.
Αρχ. επίθ. στεῖρος. Ο τύπ. στειρός με αναλογ. καταβιβασμό του τόνου κατά τα πολλά επίθ. σε -ρός.
1. Στείρος
ό.π.τ.
:
Έσ̑ετε οφτά χρονώ 'α στείρο γιάδι
(Έχετε ένα στείρο αγελάδι εφτά χρονών)
Φάρασ.
-Dawk.
Πβ.
άκληρος :1
2. Για μελίσσια, αυτό που δεν πολλαπλασιάζεται ή δεν παράγει πολύ μέλι
Μισθ.