ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στείρος (επίθ.) στείρο [ˈstiro] Μισθ., Φάρασ. σ̑τειρό [ʃtiˈro] Αξ., Μισθ., Σίλατ., Φλογ. στείρου [ˈstiru] Τσαρικ., Φάρασ. Αρχ. επίθ. στεῖρος. Ο τύπ. στειρός με αναλογ. καταβιβασμό του τόνου κατά τα πολλά επίθ. σε -ρός.
1. Στείρος ό.π.τ. : Έσ̑ετε οφτά χρονώ 'α στείρο γιάδι (Έχετε ένα στείρο αγελάδι εφτά χρονών) Φάρασ. -Dawk. Πβ. άκληρος :1
2. Για μελίσσια, αυτό που δεν πολλαπλασιάζεται ή δεν παράγει πολύ μέλι Μισθ.