στάχτη
(ουσ. θηλ.)
στάχτη
[ʹstaxti]
Τροχ., Φάρασ.
στάχτσ̑η
[ˈstaxtʃi]
Αραβαν., Γούρδ., Σίλ., Τελμ.
στάχτ'
[staxt]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Τροχ., Φλογ.
στάγτ'
[staɣt]
Μισθ.
στάχ'
[stax]
Μισθ.
Πληθ.
στάχτια
[ʹstaxtça]
Μαλακ.
Μεσν. ουσ. στάκτη < μεταγν. θηλ. επίθ. στακτή (ενν. κονία). Ο αναβιβασμός του τόνου λόγω ουσιαστικοπ.
Στάχτη, τέφρα
ό.π.τ.
:
Οι λίρες κόπανε στάχτη
(Οι λίρες έγιναν στάχτη)
Φάρασ.
-Dawk.
Καλά χώματα· το χρώμα κειότουν σαν το στάχτη και για κείνο λέισκα τα Μπόζια
(Καλά χώματα· το χρώμα τους ήταν σαν την στάχτη και γι’ αυτό τα έλεγαν Μπόζια, σταχτιά)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Παίρ σ’ χούφτα τ’ 'σ' το στάχτ' απάνω ένα καρβών'
(Παίρνει στη χούφτα του ένα κάρβουνο από τη στάχτη)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σε 'ινούσ̑ι στάχτσ̑η
(Θα γίνουν στάχτη)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Να έρτουνε νε κουνdήσ̑΄νε στάχτ' σα μάτια σας
(Θα έρθουνε να ρίξουνε στάχτη στα μάτια σας)
Φλογ.
-Dawk.
Πήγαν σαμπαχτά και βρήκαν ισανιού πράγι σο στάχτσ̑η
(Πήγαν το πρωί και βρήκαν ένα πόδι ανθρώπου μέσα στη στάχτη)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Σο σπίτι σ' να κονωθεί στάχτ'
(Στο σπίτι σου να χυθεί στάχτη˙ αρά· να πεθάνεις)
Ανακ.
-Κωστ.Α.