ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σταυρωτός (επίθ.) Πληθ. Ουδ. σταυρωτά [stavroˈta] Μισθ. Πρώιμ. μεσν. επίθ. σταυρωτός = που έχει την μορφή σταυρού.
Για αντικείμενο, που τοποθετείται πάνω σε άλλο αντικείμενο κατά τέτοιο τρόπο που το σχήμα το οπ. προκύπτει από την συμπλοκή τους να θυμίζει σταυρό : Ντα ντεματικά σιάνιξαν ντα σταυρωτά φκόνια (τα δεμάτια τα κάνανε σταυρωτούς σωρούς) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.