σταυρωτός
(επίθ.)
Πληθ. Ουδ.
σταυρωτά
[stavroˈta]
Μισθ.
Πρώιμ. μεσν. επίθ. σταυρωτός = που έχει την μορφή σταυρού.
Για αντικείμενο, που τοποθετείται πάνω σε άλλο αντικείμενο κατά τέτοιο τρόπο που το σχήμα το οπ. προκύπτει από την συμπλοκή τους να θυμίζει σταυρό
:
Ντα ντεματικά σιάνιξαν ντα σταυρωτά φκόνια
(τα δεμάτια τα κάνανε σταυρωτούς σωρούς)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.