σταυροείλι
(ουσ. ουδ.)
σταυροείλ’
[stavroˈil]
Μαλακ.
Πιθ. από το μεταγν. επίθ. σταυροειδής. Πβ. ποντ. επίθ. σταυροειδής, όπου και τύπ. σταυρειδίν.
Ο σταυρός που βρισκόταν πριν την αλφαβήτα στην αρχή του παλιού αλφαβηταρίου
Μαλακ.