σταυρογαλίνα
(ουσ. θηλ.)
σταυρογαλίνα
[stavroɣaˈlina]
Αξ.
Από τα ουσ. σταυρός και γαλίνα (θ. σταυρ- και γαλίνα με θεμ. φωνήεν -ο-). Πβ. μεσν. ουσ. σταυροβόταν, σταυρόχορτον. Ωστόσο, δεν αποκλείεται το α΄ συνθ. να είναι το επίθ. στραβός, όπου και τύπ. σταβρό.
Είδος εδώδιμου χορταρικού με σγουρά φύλλα
Πβ.
γαλίνα