ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σταυρογαλίνα (ουσ. θηλ.) σταυρογαλίνα [stavroɣaˈlina] Αξ. Από τα ουσ. σταυρός και γαλίνα (θ. σταυρ- και γαλίνα με θεμ. φωνήεν -ο-). Πβ. μεσν. ουσ. σταυροβόταν, σταυρόχορτον. Ωστόσο, δεν αποκλείεται το α΄ συνθ. να είναι το επίθ. στραβός, όπου και τύπ. σταβρό.
Είδος εδώδιμου χορταρικού με σγουρά φύλλα Πβ. γαλίνα