ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σταυρώνω (ρ.) σταυρώνω [staˈvrono] Ανακ., Αξ., Αραβαν. σταυρώνου [staˈvronu] Αξ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ. Εν. Παρατατ. γ' σταύρωνι [ˈstavroni] Σίλ. σταύρωνκε [ˈstavronce] Φάρασ. σταύρωσα [ˈstavrosa] Αξ., Σίλατ. σταύρουσα [ˈstavrusa] Σίλ. Αόρ. Υποτ. σταυρώσου [staˈvrosu] Ανακ. Μτχ. σταυρουμένους [stavruˈmenus] Μισθ., Σίλ. Μεσν. ρ. σταυρώνω, το οπ. από το αρχ. ρ. σταυρόω-ῶ = οχυρώνω με πασσάλους.
1. Σταυρώνω, βασανίζω κάποιον κρεμώντας τον και/ή καρφώνοντάς τον σε σταυρό Σίλατ. : Εκεινιά τότες σταύρωσαν το (τότε τον κρέμασαν σε σταυρό) Σίλατ. -Dawk. || Ασμ. Τζ̑αι σταυρώθη στ’ ’η μπρουχώθη
σε τρία ημέρες ’αρώθη
( Και σταυρώθηκε, στην γη θάφτηκε
σε τρεις μέρες έγινε καλά)
Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
2. Κάνω το σχήμα του σταυρού σε κάποιον ή κάτι ως ενέργεια θρησκευτικού χαρακτήρα, κυρ. για να ευλογήσω κάποιον ή κάτι ή να θεραπεύω κάποιον Αξ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ. : Σταύρουσις τα μ’ του ψωμί; (το σταύρωσες το ψωμί;) Σίλ. -Κωστ.Σ. Νεναίκα σταύρωνι του παιρί μας (η γυναίκα σταύρωνε καθώς έλεγε γητεία στο παιδί μας) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σταυρώνω τ’ φσ̑αχού το νανούγ’ (σταυρώνω του μωρού την κούνια) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Η γρι’ σταυρώνκε ποπόξου τρία φορέδες το στόμα (η γριά σταύρωνε από έξω τρεις φορές το στόμα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πβ. μετάνοια
3. Κάνω τον επίσημο θρησκευτικό αρραβώνα κατά τον οπ. διαβαζόταν η δόξα Ανακ. : Τάδενα να το σταυρώσου (την τάδε θα αρραβωνιάσουν επίσημα με θρησκευτικό αρραβώνα) Ανακ. -Κωστ.Α.
4. Για τα ανθρώπινα άκρα, τοποθετώ το ένα επάνω στο άλλο έτσι ώστε να συμπλέκονται και το σχήμα τους να θυμίζει σταυρό Αραβαν., Μισθ., Σίλ. : Σταυρώνου τα σέρια μου (σταυρώνω τα χέρια μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Έπ’κε ένα μέγα τεμεν-νάχ, σταύρωσε τα χέρια τ’ και φύλακνε (έκανε μιά μεγάλη υπόκλιση, σταύρωσε τα χέρια του και περίμενε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.