σταφυλόξινα
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
σταφυλόξινα
[stafiˈloksina]
Γούρδ.
Από το ουσ. σταφύλι και το επίθ. ξινός (θ. σταφυλ- και ξιν- με συνδετ. φωνήεν -ο- και παρραγωγ. επίθμ. -α). Πβ. ν.ε. διαλεκτ. ξινοστάφυλο = αγουρίδα, πβ. και νεότ. ουσ. ὀξινοστάφυλον (Λεξ. Σομ., λ. ὀξυνοστάφυλον).
Μαύρα σταφύλια τα οποία μισοξηραίνονται στη σκιά και στοιβάζονται στο πιθάρι με το κρασί της χρονιάς, ώστε αυτό να γίνει πιο δυνατό
Γούρδ.