ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σταυρωτίς (επίρρ.) σταυρωτίς [stavruˈtis] Ανακ., Δίλ. Από το επίθ. σταυρωτός με παραγωγ. επίθ. -ίς, αναλογ. προς πολλά επίρρ. σε -ίς.
Σταυρωτά Ανακ. : Τρία βολές σταυρωτίς (Τρεις φορές σταυρωτά) Ανακ. -Κωστ.Α. Το χαρτσικάτ’ θέκνισκαμ’ το’ς ση θύρα ομbρό σταυρωτίς (Τη μασιά τη βάζαμε μπροστά στην πόρτα σταυρωτά) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887
Τροποποιήθηκε: 23/10/2025