σταυρωτίς
(επίρρ.)
σταυρωτίς
[stavruˈtis]
Ανακ.
Από το επίθ. σταυρωτός με παραγωγ. επίθ. -ίς, αναλογ. προς πολλά επίρρ. σε -ίς.
Σταυρωτά
Ανακ.
:
Τρία βολές σταυρωτίς
(τρεις φορές σταυρωτά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.