σταυρωτίς
(επίρρ.)
σταυρωτίς
[stavruˈtis]
Ανακ., Δίλ.
Από το επίθ. σταυρωτός με παραγωγ. επίθ. -ίς, αναλογ. προς πολλά επίρρ. σε -ίς.
Σταυρωτά
Ανακ.
:
Τρία βολές σταυρωτίς
(Τρεις φορές σταυρωτά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Το χαρτσικάτ’ θέκνισκαμ’ το’ς ση θύρα ομbρό σταυρωτίς
(Τη μασιά τη βάζαμε μπροστά στην πόρτα σταυρωτά)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Τροποποιήθηκε: 23/10/2025