σταχτερός
(επίθ.)
σταχτερός
[staxteˈros]
Σινασσ.
Nεότ. επίθ. σταχτερός (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ουσ. στάχτη και το παραγωγ. επίθμ. -ερός.
Σταχτής, γκρίζος