σταύρωμα
(ουσ. ουδ.)
σταύρουμα
[ˈstavruma]
Σίλ., Φάρασ.
Αρχ. ουσ. σταύρωμα = η περίφραξη με πασσάλους.
1. Η σταύρωση
Φάρασ.
2. Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. σταυρώνω, ο σχηματ. του σταυρού καθώς κάνω γητεία για να θεραπεύω κάποιον
Σίλ.
:
Ρε σέλει σταύρουμα τ’ παιρί
(δεν θέλει σταύρωμα το παιδί)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.