ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σταύρωμα (ουσ. ουδ.) σταύρουμα [ˈstavruma] Σίλ., Φάρασ. Αρχ. ουσ. σταύρωμα = η περίφραξη με πασσάλους.
1. Η σταύρωση Φάρασ.
2. Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. σταυρώνω, ο σχηματ. του σταυρού καθώς κάνω γητεία για να θεραπεύω κάποιον Σίλ. : Ρε σέλει σταύρουμα τ’ παιρί (δεν θέλει σταύρωμα το παιδί) Σίλ. -Κωστ.Σ.