σταμανγκήμισυ
(ουσ. ουδ.)
σταμανgήμισ̑’
[stamanˈɟimiʃ]
Αξ.
Από το ουσ. στάμα και το αριθμ. ήμισυ, όπου και τύπ. ήμισ̑’. Για την ανάπτυξη του [nɟ], βλ. Μαυροχαλυβίδη & Κεσίσογλου (1960:51).
Ενάμισυ στρέμμα και συνεκδ. το χωράφι με αυτό το εμβαδόν
Αξ.