ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στασίδι (ουσ. ουδ.) στασ̑ίδι [staˈʃiði] Ανακ. στασ̑ίρ’ [staˈʃir] Αραβαν. σταγίσ’ [staˈʝis] Γούρδ. Από το μεσν. ουσ. στασίδιον, το οπ. από το ουσ. στάσις και το υποκορ. επίθμ. -ίδιον. Ο τύπ. σταγίσ’ ή από αμάρτ. τύπ. σταγίσι (στασίδι > στασί'ι > στασίγι) με μετάθεση των [s] και [ʝ] ή με επίδρ. του τύπ. στάγη του ρ. στέκομαι.
Στασίδι ό.π.τ.