στασίδι
(ουσ. ουδ.)
στασ̑ίδι
[staˈʃiði]
Ανακ.
στασ̑ίρ’
[staˈʃir]
Αραβαν.
σταγίσ’
[staˈʝis]
Γούρδ.
Από το μεσν. ουσ. στασίδιον, το οπ. από το ουσ. στάσις και το υποκορ. επίθμ. -ίδιον. Ο τύπ. σταγίσ’ ή από αμάρτ. τύπ. σταγίσι (στασίδι > στασί'ι > στασίγι) με μετάθεση των [s] και [ʝ] ή με επίδρ. του τύπ. στάγη του ρ. στέκομαι.
Στασίδι
ό.π.τ.