ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σταφίδα (ουσ. θηλ.) σταφίδα [staˈfiða] Τελμ., Φερτάκ. σταφίρα [staˈfira] Αραβαν., Γούρδ., Σίλ. Ουδ. σταφίδ' [staˈfið] Σινασσ. σταφίγ' [staˈfiʝ] Αξ. σταφί'ι [staˈfii] Μισθ. Πληθ. σταφίδες [staˈfiðes] Τελμ., Φερτάκ. σταφίρες [staˈfires] Αραβαν., Γούρδ. σταφίγιες [staˈfiʝes] Αξ. σταφίες [staˈfies] Μπέηκ. σταφί'ις [staˈfiis] Μισθ., Τσαρικ. σταφί'ια [staˈfiia] Μισθ. Μεσν. ουσ. σταφίδα, το οπ. από το αρχ. σταφίς. Οι ουδ. τύπ. από μεσν. σταφίδιον (LBG).
Σταφίδα ό.π.τ. : Σταφίις, καρύα, ντούτια (σταφίδες, καρύδια, ξερά μούρα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Έdωκάν ντο ένα πολλά σταφίρες νά τα πλύν’ (του έδωσαν πολλές σταφίδες να τις πλύνει) Γούρδ. -Dawk. Ρώκα τα ρύο σταφίρες στα σ̑έρια του (του έδωσα δύο σταφίδες στα χέρια του) Σίλ. -Κωστ.Σ. ’ς ένα κόσ̑κινο νεμέσα χ̇έκ’ ντυό ’νgές σταφίγες (σε ένα κόσκινο μέσα βάζει δυο οκάδες σταφίδες) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Μι ντά σταφί’ια σιάνοιξαμ’ χοσιάφια (με τις σταφίδες κάναμε κομπόστα) Μισθ. -Κοτσαν. Στο δρόμο ραίνουν στάρι, ρύζ̑ι, σταφίδες, κουφέτι (στον δρόμο ραίνου στάρι, ρύζι, σταφίδες, κουφέτα) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Να τα στεγνώσουμ’ σο δώμα, να κάνουμ’ σταφίδες (θα τα στεγνώσουμε στο δώμα, θα κάνουμε σταφίδες) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Σταφιγιού ζωμιά (σταφίδας ζωμοί˙ φαγητά που περιέχουν σταφίδες) Αξ. -Μαυροχ. || Παροιμ. Τα ’μό καρύα ’νdαι κι ακούζουνdαι, τα σο σταφίες είνdαι και γιαπισ̑τίζουν (τα δικά μου καρύδια είναι κι ακούγονται, τα δικά σου σταφίδες είναι και κολλούν˙ για όσους κατηγορούν τους άλλους για σφάλματα αλλά κατορθώνουν να κρύβουν τα δικά τους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.