ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στάχυ (ουσ. ουδ.) στάσ̑υν [ˈstaʃin] Φάρασ. στάσ̑υ [ˈstaʃi] Ανακ., Τζαλ., Φάρασ., Φλογ. στάσ̑' [ˈstaʃ] Ανακ. στά’υ [ˈstai] Μισθ. αστάγ’ [ˈastaʝ] Αξ. Πληθ. στάσ̑α [ˈstaʃa] Σινασσ. στά’υα [ˈstaia] Μισθ. στά’α [ˈstaa] Αξ. στάγια [ˈstaʝa] Αξ. αστάχυα [aˈstaça] Σινασσ. αστάσ̑α [aˈstaʃa] Ανακ., Σινασσ. στάσ̑ε [ˈstaʃe] Φάρασ. Από τον μεσν. πληθ. στάχυα (< υποκορ. *στάχυον του αρχ. ουσ. στάχυς).
Στάχυ ό.π.τ. : Κουβαλιαίνουμ' στάσ̑ε, βάνουμεν ντα 'ς αώνι, ώνουμεν ντα μο τα βόιδε, μο το τουκάνι (Κουβαλάμε στάχυα, τα βάζουμε στο αλώνι, τα αλωνίζουμε με τα βόδια, με τη δουκάνη) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. || Φρ. Στα’υού το ράμμα (η σχοινί του σταχυού˙ το καννάβινο σχοινί με το οπ. έδεναν τα στάχυα της σίκαλης για μεταφορά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Να ζέψουμ’ σα στά’υα (να ζέψουμε τα στάχυα˙ να ζέψουμε τα ζώα για να μεταφέρουμε τα στάχυα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τε την αυίτσα στάσυ έμbη σο’ φτάλμι σου; (από τη αυγή στάχυ μπήκε στο μάτι σου;˙ για τους αγουροξυπνημένους που γκρίνιαζαν ή για όσους ήταν έτοιμοι να καβγαδίσουν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Τε την αυίτσα στάσυ έμbη σο’ φτάλμι σου (Από τη αυγή στάχυ μπήκε στο μάτι σου; ˙ για τους αγουροξυπνημένους που γκρινιάζουν ή για όσους είναι έτοιμοι να καβγαδίσουν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Στάσ̑υν ντρώ’, ἀσ̑υρο σ̑ἐνει (στάχυ τρώει, άχυρο χέζει˙ για τους φλύαρους ή για κάτι που είναι αναμενόμενο αποτέλεσμα μιας πράξης ή μιας συμπεριφοράς) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Άγιε μ’, άγιε μ’ Κωνσταντίνε μου, δος εδώ βρεχός, δος εκεί πελός, στα χορτάρια μας, στα αστάχυα μας (Άγιε μου, άγιε μου Κωνσταντίνε μου,, δώσε εδώ βροχή, δώσε εκεί πηλό στα χορτάρια μας, στα στάχυα μας) Σινασσ. -Αρχέλ.