στεναχωρώ
(ρ.)
σταναχωρώ
[stanaˈxoro]
Μισθ.
Από το μεταγν. ρ. στενοχωρῶ > μεσν. στεναχωρῶ, με υποχωρ. αφομ.
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024