στενός
(επίθ.)
στενό
[steˈno]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ.
Αρχ. επίθ. στενός.
1. Στενός
ό.π.τ.
:
Βγαίνιξαν σ' ένα στενό στράδα
(Έβγαιναν σ' ένα στενό δρόμο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Το φεγγάρ’ γίνην στενό
(Το φεγγάρι έγινε στενό˙ Το φεγγάρι είναι στη χάση του)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
2. Το ουδ. ως ουσ., στενός δρόμος, σοκάκι
Αραβαν.