ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στενός (επίθ.) στενό [steˈno] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ. Αρχ. επίθ. στενός.
1. Στενός ό.π.τ. : Βγαίνιξαν σ' ένα στενό στράδα (Έβγαιναν σ' ένα στενό δρόμο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Το φεγγάρ’ γίνην στενό (Το φεγγάρι έγινε στενό˙ Το φεγγάρι είναι στη χάση του) Ανακ. -Κωστ.Α.
2. Το ουδ. ως ουσ., στενός δρόμος, σοκάκι Αραβαν.