στεφάνωμα
(ουσ. ουδ.)
στεφάνωμα
[steˈfanoma]
Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. στεφάνωμα, το οπ. από το ρ. στεφανώνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Η τελετή του γάμου
ό.π.τ.
:
Ήρτ' η 'ράδα του στεφανωμάτου
(Ήρθε η ώρα του γάμου)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
2. Κατά πληθ., ετήσια εισφορά κάθε ζευγαριού προς τον ιερέα, συνήθως ύψους 6 γροσίων
Μαλακ.