ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στεκανίκι (ουσ. ουδ.) σ̑τεκανίκ' [ʃtekaˈnik] Αξ. Πληθ. σ̑τικανίκια [ʃtikaˈnica] Αξ. Από το ρωσ. ουσ. stacan (стакан), το οπ. από τουρκ. διαλεκτ. (< περσ.) dostaqan, tostakan, tostağan = ξύλινο κύπελλο (Täkläli 2006: 165), και το παραγωγ. επίθμ. -ίκι. Πβ. ποντ. στακάνι = ποτήρι (Παπαδόπουλος 1958-1961: λ. στακάνιν).
Πήλινο κύπελλο ή πιάτο : || Παροιμ. Ασ' μπαιντιού χαbάρ' ντε έχ’νε, ας κοριτσ̑ού κουβαλούν σ̑τικανίκια (Από του αγοριού είδηση δεν έχουν, από του κοριτσιού κουβαλούν πιατάκια˙ Λέγεται για τους συγγενείς που θεωρούν τα συνοικέσια των κοριτσιών τελειωμένη υπόθεση) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.