στέκα
(επίρρ.)
στέκα
[ˈsteka]
Σίλ.
Aπό το ρ. στέκω και το παραγωγ. επίθμ. -α. Εναλλακτικά, από την νεότ. προστ. στέκα του ρ. στέκω.
Όρθια, σούζα
:
Σκούdους στέκ'τι στέκα
(Ο σκύλος στέκεται σούζα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.