σταχτιτζής
(ουσ. αρσ.)
σταχτιdζ̑ής
[staxtiˈdʒis]
Σίλ.
Από το ουσ. στάχτη και το παραγωγ. επίθμ. -τζής.
Πωλητής στάχτης
Σίλ.
:
Kέσ̑κε τσ̑ην γκόρη μου μη τσ̑η σκότισα, κι να τσ̑ην bάρει σταχτιdζ̑ής
(Μακάρι να μην σκότωνα την κόρη μου, κι ας την έπαιρνε για γυναίκα του ο πωλητής στάχτης)
Σίλ.
-Dawk.