ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σταχτιτζής (ουσ. αρσ.) σταχτιτζ̑ής [staxtiˈdʒis] Σίλ. Από το ουσ. στάχτη και το παραγωγ. επίθμ. -τζής.
Πωλητής στάχτης Σίλ. : Kέσ̑κε τσ̑ην γκόρη μου μη τσ̑η σκότισα, κι να τσ̑ην μπάρει σταχτιτζ̑ής (Μακάρι να μην σκότωνα την κόρη μου, κι ας την έπαιρνε για γυναίκα του ο πωλητής στάχτης) Σίλ. -Dawk.
Τροποποιήθηκε: 23/05/2025