σταφυλμιές
(ουσ. θηλ.,πληθ.)
σταφλομιές
[stafloˈmɲes]
Φερτάκ.
σταφλουμιές
[stafluˈmɲes]
Φερτάκ.
σταφυλμές
[stafilˈmes]
Σινασσ.
σταφυλμέσι
[stafilˈmesi]
Σινασσ.
σταφλουμέτσις
[stafluˈmetsis]
Μαλακ.
σταφλουμέτσα
[stafluˈmetsa]
Μαλακ.
Νεότ. ουσ. σταφυλαρμία, πβ. Συναδ. Χρον. 1.14.24 «ἔπαιρνεν παπία, ὀρνίθια, σταφυλαρμία, πικμέζι», το οπ. από τα ουσ. σταφύλη και άρμη (< αρχ. ἅλμη) με παραγωγ. επίθμ. -ία > -ιά. Οι καππ. τύπ. με αποβολή της συλλαβής [ar]. Πβ. ν.ε. διαλεκτ. σταφυρμιά.
Αποξηραμένα σταφύλια που τίθενται μέσα στο γλεύκος ή μέσα σε ποταμίσιο νερό με σινάπι, η σταφυλάλμη, τα σταφύλια τουρσί
ό.π.τ.
:
Μέτ'σεν ας του σταφυλμεσιού το ζουμί
(Μέθυσε από το ζουμί της σταφυλάρμης)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Φρ.
Κρασιού σταφλομιές
(Κρασιού σταφυλάλμες˙ αποξηραμένα σταφύλια τα οποία αναμείγνυαν με κρασί αντί για νερό)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.